εισόρμηση

εισόρμηση
η
ορμητική είσοδος, εισβολή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εισόρμηση — η ορμητική είσοδος, εισβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εισόρμησις μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εισροή — η 1. (για ρευστά και αέρια), η ροή μέσα σε κάτι, η εισόρμηση. 2. μτφ., η εισαγωγή πράγματος σε αφθονία: Εισροή ιαπωνικών μηχανημάτων στη χώρα μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιδρομή — η 1. εισβολή σε ξένη χώρα για κατάκτηση ή λεηλασία, εισόρμηση, έφοδος. 2. μτφ., επιδρομή αρουραίων, ακριδών κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”